- γλυκερᾶς
- γλυκερόςfem gen sg (attic doric aeolic)γλυκύςsweet to the tastefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλυκεράς — γλυκερά̱ς , γλυκερός fem acc pl γλυκερά̱ς , γλυκύς sweet to the taste fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γλυκέρας — Γλυκέρᾱς , Γλυκέρα fem acc pl Γλυκέρᾱς , Γλυκέρα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλκίφρων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πρόξενος των Σπαρτιατών στο Άργος το 418 π.Χ. Έπεισε τον Άγη, βασιλιά της Σπάρτης, να δεχτεί τετράμηνη ανακωχή με τους Αργείους. Την ανακωχή όμως την παραβίασαν σύντομα οι Αργείοι. 2. Αθηναίος ρήτορας (3ος ή 2ος αι. π … Dictionary of Greek
γλυκερός — ή, ό (AM γλυκερός, ά, όν) 1. γλυκός, ευχάριστος στη γεύση 2. (για δέντρα) αυτός που κάνει γλυκούς, εύγευστους καρπούς 3. εκείνος που προκαλεί ευχαρίστηση, ο τερπνός (α. «γλυκεραῑς εὐναῑς», Πίνδ. β. «γλυκερή λιγοθυμιά», Κρυστάλλης) 4. ο ποθητός (α … Dictionary of Greek
περιπόθητος — η, ο / περιπόθητος, ον, ΝΜΑ ο πολύ ποθητός, πολυπόθητος, προσφιλέστατος («βλέπει τα περιπόθητα βουνά... τής γλυκεράς πατρίδας», Κάλβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ποθητός (< ποθῶ)] … Dictionary of Greek
Παυσίας — Αρχαίος Σικυώνιος ζωγράφος (α’ μισό του 4ου αι. π.Χ.), μαθητής του Παμφίλου, τελειοποίησε την τεχνική της εγκαυστικής, την οποία είχε διδαχτεί από αυτόν. Μεταξύ των έργων του αναφέρονται, η μορφή της Μέθης, που έπινε από μια γυάλινη φιάλη μέσα… … Dictionary of Greek